ἀπαριθμεῖται

ἀπαριθμεῖται
ἀπαριθμέω
count over
pres ind mp 3rd sg (attic epic doric aeolic)
ἀπαριθμέω
count over
pres ind mp 3rd sg (attic epic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κακομέτρητος — η, ο (Α κακομέτρητος, ον) [κακομετρώ] νεοελλ. ο μετρημένος εσφαλμένα ή αυτός που μετριέται ή απαριθμείται δύσκολα, δυσκολομέτρητος αρχ. (μετρική) στίχος κακώς μετρημένος, που έχει κακό, εσφαλμένο μέτρο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”